- χεύμασι
- χεύ̱μασι , χεῦμαthat which is pouredneut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λιπαρός — ή, ό (AM λιπαρός, ά, όν) 1. ελαιώδης ή αυτός που γυαλίζει από το λάδι ή το λίπος (α. «λιπαρά μαλλιά» β. «αἰεὶ δὲ λιπαροί κεφαλὰς καὶ καλὰ πρόσωπα», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που περιέχει λίπος, λιπώδης, ελαιώδης, παχύς (α. «λιπαρά φαγητά» β. «λιπαρὸς… … Dictionary of Greek
μειλίσσω — (Α) 1. ευφραίνω, γλυκαίνω 2. φιλοξενώ κάποιον 3. καταπραΰνω, καθησυχάζω, εξιλεώνω («μειλίσσων αὔραν ἄλλοις ἄλλαν θνατῶν λαίφεσι χαίρειν», Ευρ.) 4. παρακαλώ 5. μτφ. (για ποταμό) καθιστώ καρποφόρα τη γη ποτίζοντάς την με τα νερά μου («λιπαροῑς… … Dictionary of Greek
χεύμα — τὸ, ΜΑ καθετί που χύνεται και ρέει, ρους, ρεύμα (α. «πολλῷ τῷ χεύματι τοῡ νάματος», Ευσ. β. «ποτάμιον... χεῡμ ὑδάτων», Ευρ. γ. «χεῡμα θαλάσσης», Αισχύλ. δ. «χεῡμα... κασσιτέροιο» χυμένος κασσίτερος, Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. μτφ. α) ροή, ρύση («δένδρον … Dictionary of Greek